αρθρώνω

αρθρώνω
articuler

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • αρθρώνω — αρθρώνω, άρθρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αρθρώνω — (AM ἀρθρῶ, όω) [άρθρον] 1. συναρμόζω τα μέλη ενός σώματος 2. προφέρω έναρθρους ήχους αρχ. ενισχύω, δυναμώνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • αρθρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. συνδέω, συναρμολογώ: Τα μέρη της εργασίας σου δεν είναι καλά αρθρωμένα μεταξύ τους. 2. μιλώ, προφέρω: Από τη σύγχυσή του δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

  • αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… …   Dictionary of Greek

  • αυδώ — αὐδῶ ( άω) (Α) [αυδή] 1. προσφέρω φθόγγους, αρθρώνω, μιλώ 2. φωνάζω, κραυγάζω 3. (για χρησμούς) προφητεύω, χρησμοδοτώ 4. λέγω κάτι σε κάποιον, απευθύνομαι, προσφωνώ 5. επικαλούμαι (θεό) 6. προτρέπω, διατάσσω 7. αποκαλώ, ονομάζω 8. εγκωμιάζω 9.… …   Dictionary of Greek

  • διαρθρώνω — (Α διαρθρῶ, όω) 1. συναρμολογώ, συναρθρώνω 2. αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση κατά συλλαβές 3. μέσ. αρχίζω να διαμορφώνω σταθερό χαρακτήρα 4. παθ. α) διαπλάσσομαι σχηματίζομαι β) είναι τα μέλη μου συνδεδεμένα με …   Dictionary of Greek

  • εναρθρώ — ( όω) (AM ἐναρθρῶ) 1. συνδέω, συναρμόζω με ενάρθρωση 2. προφέρω με τρόπο έναρθρο, βγάζω έναρθρη φωνή, αρθρώνω …   Dictionary of Greek

  • προφέρω — ΝΜΑ, και προφέρνω Ν εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ. γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.) μσν. αρχ. φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ...… …   Dictionary of Greek

  • συναυδώ — και αττ. τ. ξυναυδῶ, άω, Α 1. μιλώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον 2. συμφωνώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αὐδῶ «μιλώ, αρθρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαρθρώ — όω, ΜΑ εκφράζω κάτι ευκρινώς ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν* + διαρθρῶ «αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”